Ἠσαία

Ἠσαία
Ἠσαΐᾱ , Ἠσαΐας
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Ἠσαΐᾱ , Ἠσαΐας
masc voc sg (attic doric aeolic)
Ἠσαΐᾱ , Ἠσαΐας
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἠσαίᾳ — Ἠσαΐᾱͅ , Ἠσαΐας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ησαΐα, Νανά — (1947 –). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών (ζωγραφική). Έλαβε μέρος σε πανελλήνιες εκθέσεις με έργα ζωγραφικής, ενώ οργάνωσε με επιτυχία στην Αθήνα την πρώτη ατομική της έκθεση το 1974. Παράλληλα ασχολήθηκε …   Dictionary of Greek

  • Ἠσαίας — Ἠσαΐᾱς , Ἠσαΐας masc acc pl (doric aeolic) Ἠσαΐᾱς , Ἠσαΐας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠσαίαν — Ἠσαΐᾱν , Ἠσαΐας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εμμανουήλ — I Αρχαίο εβραϊκό όνομα που, στην κυριολεξία, σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Το όνομα αυτό αναφέρεται στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, γνωστό και ως βιβλίο του Εμμανουήλ, και υπήρξε αντικείμενο έντονων συζητήσεων μεταξύ των θεολόγων και των μελετητών των… …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… …   Dictionary of Greek

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Εζεκίας — (8ος 7ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο, ο 13ος βασιλιάς του Ιούδα. Σοφός και ευσεβής, ακολουθούσε τις συμβουλές του προφήτη Ησαΐα. Επανέφερε, κατά τη Βίβλο, τη λατρεία του αληθινού Θεού και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη του εμπορίου και της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”